- μεθομήρεος
- μεθομήρεος, ὁ (Α)αυτός ο οποίος ακολουθεί κάποιον ή αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, ακόλουθος, οπαδός («μεθομήρεος ἐρίφων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ομήρεος (< ὅμηρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθομήρεον — μεθομήρεος companion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)